εξώκοιτος — ο (AM ἐξώκοιτος) ονομασία ψαριών που κάνουν άλματα έξω από τη θάλασσα (όπως το χελιδονόψαρο και το καπόνι) μσν. νεοελλ. (για μοναχό) αυτός που διανυκτερεύει έξω από τη μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + κοίτ η (< κείμαι) με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας] … Dictionary of Greek
καταυλισμός — ό 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καταυλίζομαι*, πρόχειρη στάθμευση, προσωρινή στρατοπέδευση 2. ο τόπος όπου στρατοπεδεύει πρόχειρα ή διανυκτερεύει ένα στρατιωτικό τμήμα ή άλλη ομάδα ανθρώπων ή ο άμαχος πληθυσμός 3. η παραμονή σε αντίσκηνα,… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
σουρικάτα — η, Ν ζωολ. γένος λεπτόσωμων σκαπτικών σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας βιβερρίδες, με μοναδικό είδος το Suricata suricata που απαντά στις ξηρές ημιερημικές περιοχές τής Αφρικής, σε υπόγειες στοές, όπου και διανυκτερεύει … Dictionary of Greek
διανυκτερεύω — διανυκτέρευσα 1. περνώ τη νύχτα μου εκτός σπιτιού: Όταν ταξιδεύω, διανυκτερεύω σε μοτέλ. 2. (για κατάστημα), λειτουργώ: Ποιο φαρμακείο διανυκτερεύει; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)