διανυκτερεύει

διανυκτερεύει
διανυκτερεύω
pass the night
pres ind mp 2nd sg
διανυκτερεύω
pass the night
pres ind act 3rd sg
διανυκτερεύω
pass the night
pres ind mp 2nd sg
διανυκτερεύω
pass the night
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξώκοιτος — ο (AM ἐξώκοιτος) ονομασία ψαριών που κάνουν άλματα έξω από τη θάλασσα (όπως το χελιδονόψαρο και το καπόνι) μσν. νεοελλ. (για μοναχό) αυτός που διανυκτερεύει έξω από τη μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + κοίτ η (< κείμαι) με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας] …   Dictionary of Greek

  • καταυλισμός — ό 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καταυλίζομαι*, πρόχειρη στάθμευση, προσωρινή στρατοπέδευση 2. ο τόπος όπου στρατοπεδεύει πρόχειρα ή διανυκτερεύει ένα στρατιωτικό τμήμα ή άλλη ομάδα ανθρώπων ή ο άμαχος πληθυσμός 3. η παραμονή σε αντίσκηνα,… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • σουρικάτα — η, Ν ζωολ. γένος λεπτόσωμων σκαπτικών σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας βιβερρίδες, με μοναδικό είδος το Suricata suricata που απαντά στις ξηρές ημιερημικές περιοχές τής Αφρικής, σε υπόγειες στοές, όπου και διανυκτερεύει …   Dictionary of Greek

  • διανυκτερεύω — διανυκτέρευσα 1. περνώ τη νύχτα μου εκτός σπιτιού: Όταν ταξιδεύω, διανυκτερεύω σε μοτέλ. 2. (για κατάστημα), λειτουργώ: Ποιο φαρμακείο διανυκτερεύει; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”